παρορίζω

παρορίζω
Α [ορίζω]
1. προσδιορίζω, καθορίζω
2. εξέρχομαι από τα όριά μου, καταπατώ γειτονικό κτήμα
3. παθ. παρορίζομαι
α) εκτοπίζομαι, εξορίζομαι
β) (για κτήμα) εκτείνομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρορίζει — παρορίζω limit pres ind mp 2nd sg παρορίζω limit pres ind act 3rd sg παρορίζω limit pres ind mp 2nd sg παρορίζω limit pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρορίσαι — παρορίζω limit aor inf act παρορίσαῑ , παρορίζω limit aor opt act 3rd sg παρορίζω limit aor inf act παρορίσαῑ , παρορίζω limit aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρορισθέν — παρορίζω limit aor part pass neut nom/voc/acc sg παρορίζω limit aor part pass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρορίζειν — παρορίζω limit pres inf act (attic epic) παρορίζω limit pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρορίζεται — παρορίζω limit pres ind mp 3rd sg παρορίζω limit pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρορίζοντες — παρορίζω limit pres part act masc nom/voc pl παρορίζω limit pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρορίζων — παρορίζω limit pres part act masc nom sg παρορίζω limit pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρωρισμένην — παρορίζω limit perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρώρισε — παρορίζω limit aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρορισμός — ὁ, Α [παρορίζω] μετακίνηση τών ορίων, τών συνόρων μεταξύ κτημάτων, καταπάτηση γειτονικού κτήματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”